- δορυβόλος
- δορῠ-βόλος, ον,A hurling spears,
μηχάνημα J.AJ9.10.3
; δορυβόλον alone, Ph.Bel.95.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχάνημα J.AJ9.10.3
; δορυβόλον alone, Ph.Bel.95.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δορυβόλος — δορυβόλος, ον (Α) (για πολεμική μηχανή) αυτός που εξακοντίζει δόρατα … Dictionary of Greek
δορυβόλα — δορυβόλος hurling spears neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυβόλοις — δορυβόλος hurling spears masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)